break loose
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | break loose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks loose |
αόριστος | broke loose |
παθητική μετοχή | broken loose |
ενεργητική μετοχή | breaking loose |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbreak loose (en)
- γίνομαι έκρυθμος (κυρίως στην έκφραση all hell breaks loose)
- το σκάω
- ⮡ One of the tigers broke loose. - Το 'σκασε μια από τις τίγρεις.
- ≈ συνώνυμα: break free, → και δείτε τη λέξη flee
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω