ενεστώτας break loose
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks loose
αόριστος broke loose
παθητική μετοχή broken loose
ενεργητική μετοχή breaking loose

  Ετυμολογία

επεξεργασία
break loose < → δείτε τις λέξεις break και loose

break loose (en)

  1. γίνομαι έκρυθμος (κυρίως στην έκφραση all hell breaks loose)
  2. το σκάω
    ⮡  One of the tigers broke loose. - Το 'σκασε μια από τις τίγρεις.
     συνώνυμα: break free, → και δείτε τη λέξη flee
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σκάζω