έκρυθμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκρυθμος | η | έκρυθμη | το | έκρυθμο |
γενική | του | έκρυθμου | της | έκρυθμης | του | έκρυθμου |
αιτιατική | τον | έκρυθμο | την | έκρυθμη | το | έκρυθμο |
κλητική | έκρυθμε | έκρυθμη | έκρυθμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκρυθμοι | οι | έκρυθμες | τα | έκρυθμα |
γενική | των | έκρυθμων | των | έκρυθμων | των | έκρυθμων |
αιτιατική | τους | έκρυθμους | τις | έκρυθμες | τα | έκρυθμα |
κλητική | έκρυθμοι | έκρυθμες | έκρυθμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έκρυθμος < ελληνιστική κοινή ἔκρυθμος < αρχαία ελληνική ἐκ + ῥυθμός
Επίθετο επεξεργασία
έκρυθμος, -η, -ο
- έξω από τον κανονικό ρυθμό
- ανάστατος
- ανήσυχος
- αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα έκρηξης
- που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρυθμός