εξαέρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαέρωση | οι | εξαερώσεις |
γενική | της | εξαέρωσης* | των | εξαερώσεων |
αιτιατική | την | εξαέρωση | τις | εξαερώσεις |
κλητική | εξαέρωση | εξαερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεξαέρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαερώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαέρωση