Ετυμολογία

επεξεργασία

εξαερώνω < αρχαία ελληνική ἐξαερόω / ἐξαερῶ < ἀήρ

εξαερώνω (παθητική φωνή: εξαερώνομαι)

  1. αφαιρώ τον αέρα από κάπου, εξατμίζω
  2. (φυσική) μετατρέπω ένα υγρό σε αέριο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία