Ετυμολογία

επεξεργασία
sublimissime, υπερθετικός βαθμός του sublime < λατινική sublissim(us) (υπερθετικός βαθμός του sublimis) + -e

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sublimissime sublimissimes

sublimissime (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sublime