Δείτε επίσης: Ύψιστος, ὕψιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ύψιστος η ύψιστη
υψίστη
το ύψιστο
      γενική του ύψιστου
υψίστου
της ύψιστης
υψίστης
του ύψιστου
υψίστου
    αιτιατική τον ύψιστο την ύψιστη
υψίστη
το ύψιστο
     κλητική ύψιστε ύψιστη
υψίστη
ύψιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ύψιστοι οι ύψιστες τα ύψιστα
      γενική των ύψιστων
υψίστων
των ύψιστων
υψίστων
των ύψιστων
υψίστων
    αιτιατική τους ύψιστους
υψίστους
τις ύψιστες τα ύψιστα
     κλητική ύψιστοι ύψιστες ύψιστα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύψιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕψιστος < επίρρημα ὕψ(ι) / ὑψοῦ + -ιστος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.psi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύ‐ψι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ύψιστος, -η/-'η, -ο

  1. υπερθετικός βαθμός του υψηλός
     συνώνυμα: υψηλότατος, πανύψηλος
  2. για τον Θεό → δείτε τη γραφή Ύψιστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία