↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανύψηλος η πανύψηλη το πανύψηλο
      γενική του πανύψηλου της πανύψηλης του πανύψηλου
    αιτιατική τον πανύψηλο την πανύψηλη το πανύψηλο
     κλητική πανύψηλε πανύψηλη πανύψηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανύψηλοι οι πανύψηλες τα πανύψηλα
      γενική των πανύψηλων των πανύψηλων των πανύψηλων
    αιτιατική τους πανύψηλους τις πανύψηλες τα πανύψηλα
     κλητική πανύψηλοι πανύψηλες πανύψηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανύψηλος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πανύψηλος < παν- + ὑψηλ(ός) + -ος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈni.psi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νύ‐ψη‐λος
παλιότερος συλλαβισμός: παν‐ύ‐ψη‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

πανύψηλος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανύψηλος < παν- + ὑψηλ(ός) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πανύψηλος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὑψηλός