Δείτε επίσης: ύψιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ύψιστος οι Ύψιστοι
      γενική του Υψίστου των Υψίστων
    αιτιατική τον Ύψιστο τους Υψίστους
     κλητική Ύψιστε Ύψιστοι
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και την κλίση του ύψιστος.
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ύψιστος < (ελληνιστική κοινήὝψιστος < αρχαία ελληνική ὕψιστος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.psi.stos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ύψιστος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία