Ετυμολογία

επεξεργασία
bóstwo < από τη λέξη [[bóg}#Πολωνικά (pl)|bóg}]]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbustfɔ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bóstwo (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία