↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοχθονισμός οι αυτοχθονισμοί
      γενική του αυτοχθονισμού των αυτοχθονισμών
    αιτιατική τον αυτοχθονισμό τους αυτοχθονισμούς
     κλητική αυτοχθονισμέ αυτοχθονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοχθονισμός < αυτόχθων + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοχθονισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία