αυτοχθονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοχθονικός < αυτόχθονας + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααυτοχθονικός
- που έχει σχέση με τον αυτόχθονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- άλλη μορφή του αυτόχθονας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αυτόχθονας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοχθονικός