αυτοχθονιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτοχθονιστής < αυτοχθονισμός + -ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοχθονιστής θηλυκό
- (πολιτική) (παρωχημένο) αυτός που υποστηρίζει τον αυτοχθονισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοχθονιστής
|