πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόχθων
& ετερόχθονας
η ετερόχθων το ετερόχθον
      γενική του ετερόχθονος
& ετερόχθονα
της ετερόχθονος του ετερόχθονος
    αιτιατική τον ετερόχθονα την ετερόχθονα το ετερόχθον
     κλητική ετερόχθων
& ετερόχθονα
ετερόχθων ετερόχθον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόχθονες οι ετερόχθονες τα ετερόχθονα
      γενική των ετεροχθόνων των ετεροχθόνων των ετεροχθόνων
    αιτιατική τους ετερόχθονες τις ετερόχθονες τα ετερόχθονα
     κλητική ετερόχθονες ετερόχθονες ετερόχθονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ετερόχθων, -ων, -ον

  • (λόγιο) αυτός που βρέθηκε να κατοικεί σε ξένη χώρα για οποιονδήποτε λόγο

Μεταφράσεις

επεξεργασία