ετερόχθων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ετερόχθων & ετερόχθονας |
η | ετερόχθων | το | ετερόχθον |
γενική | του | ετερόχθονος & ετερόχθονα |
της | ετερόχθονος | του | ετερόχθονος |
αιτιατική | τον | ετερόχθονα | την | ετερόχθονα | το | ετερόχθον |
κλητική | ετερόχθων & ετερόχθονα |
ετερόχθων | ετερόχθον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ετερόχθονες | οι | ετερόχθονες | τα | ετερόχθονα |
γενική | των | ετεροχθόνων | των | ετεροχθόνων | των | ετεροχθόνων |
αιτιατική | τους | ετερόχθονες | τις | ετερόχθονες | τα | ετερόχθονα |
κλητική | ετερόχθονες | ετερόχθονες | ετερόχθονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ετερόχθων < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ετερόχθων, -ων, -ον
- (λόγιο) αυτός που βρέθηκε να κατοικεί σε ξένη χώρα για οποιονδήποτε λόγο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετερόχθων
|