επιχώριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιχώριος < αρχαία ελληνική ἐπιχώριος < ἐπί + χώρα
Επίθετο επεξεργασία
επιχώριος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- επιχωριάζω
- επιχωρίως
- → δείτε τις λέξεις επί και χώρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιχώριος
|