επιχώριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχώριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιχώριος[1] < ἐπί + χώρα
Επίθετο
επεξεργασίαεπιχώριος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- επιχωριάζω
- επιχωρίως
- → δείτε τις λέξεις επί και χώρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχώριος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιχώριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας