Δείτε επίσης: ἐγχώριος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγχώριος η εγχώρια το εγχώριο
      γενική του εγχώριου της εγχώριας του εγχώριου
    αιτιατική τον εγχώριο την εγχώρια το εγχώριο
     κλητική εγχώριε εγχώρια εγχώριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγχώριοι οι εγχώριες τα εγχώρια
      γενική των εγχώριων των εγχώριων των εγχώριων
    αιτιατική τους εγχώριους τις εγχώριες τα εγχώρια
     κλητική εγχώριοι εγχώριες εγχώρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγχώριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγχώριος < (ἐν) ἐγ- + χώρ(α) + -ιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eŋˈxo.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐χώ‐ρι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

εγχώριος, -α, -ο

  • που προέρχεται από την ίδια τη χώρα στην οποία εμφανίζεται και όχι από το εξωτερικό
    τα εγχώρια προϊόντα γάλακτος
    πτώση σημείωσε η εγχώρια τουριστική κίνηση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία