intérieur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.te.ʁjœʁ/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intérieur | intérieurs |
θηλυκό | intérieure | intérieures |
intérieur (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intérieur | intérieurs |
intérieur (fr) αρσενικό
- το εσωτερικό