γηγενής
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γηγενής | η | γηγενής | το | γηγενές |
γενική | του | γηγενούς | της | γηγενούς | του | γηγενούς |
αιτιατική | τον | γηγενή | τη | γηγενή | το | γηγενές |
κλητική | γηγενή(ς) | γηγενής | γηγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γηγενείς | οι | γηγενείς | τα | γηγενή |
γενική | των | γηγενών | των | γηγενών | των | γηγενών |
αιτιατική | τους | γηγενείς | τις | γηγενείς | τα | γηγενή |
κλητική | γηγενείς | γηγενείς | γηγενή | |||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γηγενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γηγενής < γῆ +-γενής (θέμα γεν- < γίγνομαι)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝi.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γη‐γε‐νής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γηγενής
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.