natif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | natif | natifs |
θηλυκό | native | natives |
natif (fr)
- που κατάγεται από
- ≈ συνώνυμα: originaire de
- έμφυτος
- (πληροφορική) εγγενής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | naif | naifs |
θηλυκό | naive | naives |
natif (fr)
- γεννηθείς, γεννημένος στη χώρα περί της οποίας γίνεται λόγος