Γαία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γαία | οι | Γαίες |
γενική | της | Γαίας | των | Γαιών |
αιτιατική | τη | Γαία | τις | Γαίες |
κλητική | Γαία | Γαίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Γαία < αρχαία ελληνική Γαῖα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝɛ.a/
- συλλαβισμός : Γαί‐α
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Γαία θηλυκό
- (μυθολογία) αρχαία θεότητα
- (αστρονομία) αστρομετρικό διαστημικό τηλεσκοπικό όχημα*
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Γαία στη Βικιπαίδεια