Γάια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Γάια | ||
γενική | των | Γάιων | ||
αιτιατική | τα | Γάια | ||
κλητική | Γάια | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γάια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣa.i.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γά‐ι‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓάια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό