γαῖα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
διαλεκτικοί τύποι | ||||||
ονομαστική | ἡ | γαῖᾰ | αἱ | γαῖαι | ||
γενική | τῆς | γαίᾱς | γαίης | τῶν | γαιῶν | |
δοτική | τῇ | γαίᾳ | γαίῃ | ταῖς | γαίαις | |
αιτιατική | τὴν | γαῖᾰν | τὰς | γαίᾱς | ||
κλητική ὦ! | γαῖᾰ | γαῖαι | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαῖᾱ | ||||
γεν-δοτ | τοῖν | γαίαιν | ||||
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαῖα < αβέβαιης ετυμολογίας όπως και ο άλλος τύπος με την ίδια έννοια: (το αἶα). Η ετυμολόγηση από το γίγνομαι θεωρείται αβέβαιη και εικάζεται ότι η ρίζα είναι προελληνική.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαῖα θηλυκό
- ομηρικός και ποιητικός τύπος της λέξης γῆ\γᾶ. έδαφος, χώμα, πατρίδα, γη
- ⮡ φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
- ⮡ ἐμοῦ θανόντος γαῖα μειχθήτω πυρί
Συγγενικά
επεξεργασία- γάιος (δωρικός τύπος του γήιος)
- Γαῖα (η σύζυγος του Ουρανού)
Σύνθετα
επεξεργασία- γαιήοχος και γαιάοχος και γεήοχος (ο έχων τη γη, ο Ποσειδώνας, ή ο προστάτης μιας χώρας)
- γαιάδας
- γαίηθεν
- γαιηφάγος
- γαϊκός
- γαιονόμος
- γαιοφανής
- γαιόω
- γαιών
Πηγές
επεξεργασία- γαῖα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαῖα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.