γαῖα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός |
---|---|
Ονομαστική | γαῖα |
Γενική | γαίας και γαίης |
Δοτική | γαίᾳ και γαίῃ |
Αιτιατική | γαῖαν |
Κλητική | γαῖα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γαῖα < αβέβαιης ετυμολογίας όπως και ο έτερος τύπος με την ίδια έννοια (δηλ. το αἶα). Η ετυμολόγηση από το γίγνομαι θεωρείται αβέβαιη και εικάζεται ότι η ρίζα είναι προελληνική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γαῖα θηλυκό
- ομηρικός και ποιητικός τύπος της λέξης γῆ\γᾶ. Εδαφος, χώμα, πατρίδα, γη
- φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
- ἐμοῦ θανόντος γαῖα μειχθήτω πυρί