Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γήιος < γῆ

  Επίθετο επεξεργασία

γήιος (και γήϊος)

  1. αυτός που είναι στην ξηρά
  2. γήινος


Συγγενικά επεξεργασία