Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γήιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γήιος
<
γῆ
Επίθετο
επεξεργασία
γήιος
(και
γήϊος
)
αυτός που είναι στην ξηρά
γήινος
Συγγενικά
επεξεργασία
γῆ
γήινος
Γαιήιος
και
γαιήιος
(: που βγήκε από τη γη ή τη Γαία)
γαιήοχος
και
γαιάοχος
και
γεήοχος
(+
ἔχω
)