γαιήοχος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γαιήοχος αρσενικό (και γήϊος)
- που κινεί τη γη
- ἀλλά Ποσειδάων γαιήοχος ἐννοσίγαιος Ἀργείους ὄτρυνε βαθείης ἐξ ἁλός ἐλθών
- που κατέχει τη γη, που την προστατεύει
- γαιάοχε παγκρατὲς Ζεῦ