γαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαία | οι | γαίες |
γενική | της | γαίας | των | γαιών |
αιτιατική | τη | γαία | τις | γαίες |
κλητική | γαία | γαίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαῖα[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαία θηλυκό
- η Γη
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γαία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας