Δείτε επίσης: Ἐπιχώριος, επιχώριος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιχώριος ἐπιχωρί
ἐπιχώριος
τὸ ἐπιχώριον
      γενική τοῦ ἐπιχωρίου τῆς ἐπιχωρίᾱς
ἐπιχωρίου
τοῦ ἐπιχωρίου
      δοτική τῷ ἐπιχωρί τῇ ἐπιχωρί
ἐπιχωρί
τῷ ἐπιχωρί
    αιτιατική τὸν ἐπιχώριον τὴν ἐπιχωρίᾱν
ἐπιχώριον
τὸ ἐπιχώριον
     κλητική ! ἐπιχώριε ἐπιχωρί
ἐπιχώριε
ἐπιχώριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιχώριοι αἱ ἐπιχώριαι
ἐπιχώριοι
τὰ ἐπιχώρι
      γενική τῶν ἐπιχωρίων τῶν ἐπιχωρίων
ἐπιχωρίων
τῶν ἐπιχωρίων
      δοτική τοῖς ἐπιχωρίοις ταῖς ἐπιχωρίαις
ἐπιχωρίοις
τοῖς ἐπιχωρίοις
    αιτιατική τοὺς ἐπιχωρίους τὰς ἐπιχωρίᾱς
ἐπιχωρίους
τὰ ἐπιχώρι
     κλητική ! ἐπιχώριοι ἐπιχώριαι
ἐπιχώριοι
ἐπιχώρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιχωρίω τὼ ἐπιχωρί
ἐπιχωρίω
τὼ ἐπιχωρίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιχωρίοιν τοῖν ἐπιχωρίαιν
ἐπιχωρίοιν
τοῖν ἐπιχωρίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιχώριος < ἐπί + χώρ(α) + -ιος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: επιχώριος, ιταλικά: epicorio

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπιχώριος, -ος/-α, -ον

  1. εγχώριος, ντόπιος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 1 (Κλειώ), 195.1
      ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια, παραπλήσια τῇσι Βοιωτίῃσι ἐμβάσι.
      στα πόδια τους φορούν σανδάλια εγχώρια, όμοια περίπου με τις εμβάδες των Βοιωτών.
      Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 7 (Πολύμνια), 67.1
      Κάσπιοι δὲ σισύρνας τε ἐνδεδυκότες καὶ τόξα ἐπιχώρια καλάμινα ἔχοντες καὶ ἀκινάκεας ἐστρατεύοντο.
      Κι οι Κάσπιοι, ντυμένοι με προβιές ζώων, έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία έχοντας τόξα του τόπου τους, από μπαμπού, και ακινάκες.
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (για ανθρώπους) γηγενής, ιθαγενής
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 8 (Οὐρανία), 39.1
      τούτους δὲ τοὺς δύο Δελφοὶ λέγουσι εἶναι ἐπιχωρίους ἥρωας, Φύλακόν τε καὶ Αὐτόνοον, τῶν τὰ τεμένεά ἐστι περὶ τὸ ἱρόν,
      Κι οι κάτοικοι των Δελφών λένε πως τούτοι οι δύο είναι οι ημίθεοι του τόπου, ο Φύλακος κι ο Αυτόνοος, που τα τεμένη τους βρίσκονται γύρω απ᾽ το μαντείο,
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 7 (Πολύμνια), 184.2
      ἐπεβάτευον δὲ ἐπὶ τουτέων τῶν νεῶν, χωρὶς ἑκάστων τῶν ἐπιχωρίων ἐπιβατέων, Περσέων τε καὶ Μήδων καὶ Σακέων τριήκοντα ἄνδρες.
      Κι επιβάτες πάνω σ᾽ αυτά τα καράβια, εκτός από τα εντόπια πληρώματα που είχε το καθένα, τριάντα Πέρσες και Μήδοι και Σάκες·
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 9 (Καλλιόπη), 119.1
      Οἰόβαζον μέν νυν ἐκφυγόντα ἐς τὴν Θρηίκην Θρήικες Ἀψίνθιοι λαβόντες ἔθυσαν Πλειστώρῳ ἐπιχωρίῳ θεῷ τρόπῳ τῷ σφετέρῳ,
      Λοιπόν τον Οιόβαζο, που φεύγοντας έφτασε στη Θράκη, τον έπιασαν οι Θράκες Αψίνθιοι και τον θυσίασαν στο θεό του τόπου τους, τον Πλείστωρο, με τα δικά τους έθιμα,
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. (για πράγματα) που προέρχονται ή χρησιμοποιούνται στη χώρα, το έθιμο, η επικρατούσα συνήθεια
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 27.1
    Ἐν δὲ τούτῳ, ὅσοι Ἑρμαῖ ἦσαν λίθινοι ἐν τῇ πόλει τῇ Ἀθηναίων (εἰσὶ δὲ κατὰ τὸ ἐπιχώριον, ἡ τετράγωνος ἐργασία, πολλοὶ καὶ ἐν ἰδίοις προθύροις καὶ ἐν ἱεροῖς), μιᾷ νυκτὶ οἱ πλεῖστοι περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα.
    Αλλά στο μεταξύ συνέβηκε όλοι οι λίθινοι Ερμαί της Αθήνας (είναι οι τετράγωνες αυτές στήλες που κατά το τοπικό έθιμο βρίσκονται μπροστά σε ιδιωτικές κατοικίες αλλά και σε ιερά) να βρεθούν οι περισσότεροι σε μια μόνο νύχτα μέσα, με τα πρόσωπά τους σπασμένα.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 47.8
    ὀμνύντων δὲ τὸν ἐπιχώριον ὅρκον ἕκαστοι τὸν μέγιστον κατὰ ἱερῶν τελείων.
    Θα δώσουν τους όρκους με τον επισημότερο τοπικό τρόπο, κάνοντας και τις κανονισμένες θυσίες.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 47 (45-47)
    [ΚΑΡ.] εἶτ᾽ οὐ ξυνίης τὴν ἐπίνοιαν τοῦ θεοῦ | φράζουσαν, ὦ σκαιότατέ, σοι σαφέστατα | ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον;
    [ΚΑΡ.] Δεν κατάλαβες τί εννοούσε ο Φοίβος, | χοντροκέφαλε; Καθαρά σου το ᾽πε | να μορφώσεις το γιο σου με τα ντόπια τα συνήθεια.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 45.1
    Ἐντεῦθεν εἰς τὴν Παρθικὴν ἀναζεύξας καὶ σχολάζων, πρῶτον ἐνεδύσατο τὴν βαρβαρικὴν στολὴν, εἴτε βουλόμενος αὑτὸν συνοικειοῦν τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις, ὡς μέγα πρὸς ἐξημέρωσιν ἀνθρώπων τὸ σύνηθες καὶ ὁμόφυλον,
    Από εδώ ξεκίνησε για τη χώρα των Πάρθων και, καθώς αναπαυόταν, φόρεσε για πρώτη φορά τη βαρβαρική στολή, είτε επειδή επιθυμούσε να εξοικειωθεί με τις ντόπιες συνήθειες, γιατί κατά τη γνώμη του η συνήθεια και η φυλετική συγγένεια συνέβαλλαν κατά πολύ στον εξανθρωπισμό,
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία