βροντόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βροντόφωνος < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή βροντόφωνος.[1] Αναλύεται σε βροντό- + -φωνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾonˈdo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐ντό‐φω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαβροντόφωνος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις βροντή και φωνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία βροντόφωνος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βροντόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- βροντόφωνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βροντόφωνος. Αναλύεται σε βροντό- + -φωνος
Επίθετο
επεξεργασίαβροντόφωνος
- που έχει βροντώδη φωνή, βροντόφωνος
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- βροντοφώνην (θηλυκό, αιτιατική ενικού, (μετρική ανάγκη?))
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βροντόφωνος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | βροντόφωνος | τὸ | βροντόφωνον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | βροντοφώνου | τοῦ | βροντοφώνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | βροντοφώνῳ | τῷ | βροντοφώνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | βροντόφωνον | τὸ | βροντόφωνον | ||
κλητική ὦ! | βροντόφωνε | βροντόφωνον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βροντόφωνοι | τὰ | βροντόφωνᾰ | ||
γενική | τῶν | βροντοφώνων | τῶν | βροντοφώνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | βροντοφώνοις | τοῖς | βροντοφώνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βροντοφώνους | τὰ | βροντόφωνᾰ | ||
κλητική ὦ! | βροντόφωνοι | βροντόφωνᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βροντοφώνω | τὼ | βροντοφώνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βροντοφώνοιν | τοῖν | βροντοφώνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβροντόφωνος, -ος, -ον
- (όψιμη ελληνιστική κοινή) που έχει βροντώδη φωνή, βροντόφωνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βροντόφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- [Chry.His @DGE] Chrysippus Hierosolymitanus presbyter, Encomium in Iohannem Baptistam