πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βροντόφωνος η βροντόφωνη το βροντόφωνο
      γενική του βροντόφωνου της βροντόφωνης του βροντόφωνου
    αιτιατική τον βροντόφωνο τη βροντόφωνη το βροντόφωνο
     κλητική βροντόφωνε βροντόφωνη βροντόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βροντόφωνοι οι βροντόφωνες τα βροντόφωνα
      γενική των βροντόφωνων των βροντόφωνων των βροντόφωνων
    αιτιατική τους βροντόφωνους τις βροντόφωνες τα βροντόφωνα
     κλητική βροντόφωνοι βροντόφωνες βροντόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βροντόφωνος < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή βροντόφωνος.[1] Αναλύεται σε βροντό- + -φωνος
ΔΦΑ : /vɾonˈdo.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βροντόφωνος

βροντόφωνος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

βροντόφωνος

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βροντόφωνος τὸ βροντόφωνον
      γενική τοῦ/τῆς βροντοφώνου τοῦ βροντοφώνου
      δοτική τῷ/τῇ βροντοφών τῷ βροντοφών
    αιτιατική τὸν/τὴν βροντόφωνον τὸ βροντόφωνον
     κλητική ! βροντόφωνε βροντόφωνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βροντόφωνοι τὰ βροντόφων
      γενική τῶν βροντοφώνων τῶν βροντοφώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βροντοφώνοις τοῖς βροντοφώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βροντοφώνους τὰ βροντόφων
     κλητική ! βροντόφωνοι βροντόφων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βροντοφώνω τὼ βροντοφώνω
      γεν-δοτ τοῖν βροντοφώνοιν τοῖν βροντοφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βροντόφωνος λέξη του 5ου αιώνα κ.ε. < βροντό- + -φωνος

βροντόφωνος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία