βροντώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βροντώδης < ελληνιστική κοινή βροντώδης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾonˈdo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐ντώ‐δης
Επίθετο επεξεργασία
βροντώδης
- άλλη μορφή του βροντερός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βροντή
Μεταφράσεις επεξεργασία
βροντώδης
|