βροντο-
(Ανακατεύθυνση από βροντό-)
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βροντο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντο- < βροντ(ή) + -ο-
- για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία bronto- < αρχαία ελληνική βροντο- < βροντή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾon.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐ντο-
ΠρόθημαΕπεξεργασία
βροντο- ή βροντό- (και βροντ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό
- (επιτατικό) για το δεύτερο συνθετικό
- που δηλώνει πολύ δυνατό ήχο
- (μετεωρολογία) που αφορά σχέση με τη βροντή ή φαινόμενα που τη συνοδεύουν
- (παλαιοντολογία) ονομασίες ζώων που έχουν εξαφανιστεί
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντ- στο Βικιλεξικό
- βροντ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για τη βροντή
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «βροντο-» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βροντο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βροντο- < βροντ(ή) + -ο-
ΠρόθημαΕπεξεργασία
βροντο- ή βροντό- (και βροντ- πριν από φωνήεν)
- (επιτατικό) για το δεύτερο συνθετικό
- που δηλώνει πολύ δυνατό ήχο
- (μετεωρολογία) που αφορά σχέση με τη βροντή ή φαινόμενα που τη συνοδεύουν
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα βροντ- στο Βικιλεξικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «βροντ-» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠρόθημαΕπεξεργασία
βροντο-
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει
- (μετεωρολογία) που αφορά σχέση με τη βροντή
- (ελληνιστική σημασία) που δηλώνει πολύ δυνατό ήχο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
και ελληνιστικές λέξεις με βροντό-
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Λέξεις βροντ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts