βροντοφωνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βροντοφωνώ < βροντόφωνος + -ω
Ρήμα
επεξεργασίαβροντοφωνώ
- (σπάνιο) άλλη μορφή του βροντοφωνάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βροντοφωνώ | βροντοφωνούσα | θα βροντοφωνώ | να βροντοφωνώ | βροντοφωνώντας | |
β' ενικ. | βροντοφωνείς | βροντοφωνούσες | θα βροντοφωνείς | να βροντοφωνείς | (βροντοφώνει) | |
γ' ενικ. | βροντοφωνεί | βροντοφωνούσε | θα βροντοφωνεί | να βροντοφωνεί | ||
α' πληθ. | βροντοφωνούμε | βροντοφωνούσαμε | θα βροντοφωνούμε | να βροντοφωνούμε | ||
β' πληθ. | βροντοφωνείτε | βροντοφωνούσατε | θα βροντοφωνείτε | να βροντοφωνείτε | βροντοφωνείτε | |
γ' πληθ. | βροντοφωνούν(ε) | βροντοφωνούσαν(ε) | θα βροντοφωνούν(ε) | να βροντοφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βροντοφώνησα | θα βροντοφωνήσω | να βροντοφωνήσω | βροντοφωνήσει | ||
β' ενικ. | βροντοφώνησες | θα βροντοφωνήσεις | να βροντοφωνήσεις | βροντοφώνησε | ||
γ' ενικ. | βροντοφώνησε | θα βροντοφωνήσει | να βροντοφωνήσει | |||
α' πληθ. | βροντοφωνήσαμε | θα βροντοφωνήσουμε | να βροντοφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | βροντοφωνήσατε | θα βροντοφωνήσετε | να βροντοφωνήσετε | βροντοφωνήστε | ||
γ' πληθ. | βροντοφώνησαν βροντοφωνήσαν(ε) |
θα βροντοφωνήσουν(ε) | να βροντοφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βροντοφωνήσει | είχα βροντοφωνήσει | θα έχω βροντοφωνήσει | να έχω βροντοφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βροντοφωνήσει | είχες βροντοφωνήσει | θα έχεις βροντοφωνήσει | να έχεις βροντοφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βροντοφωνήσει | είχε βροντοφωνήσει | θα έχει βροντοφωνήσει | να έχει βροντοφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βροντοφωνήσει | είχαμε βροντοφωνήσει | θα έχουμε βροντοφωνήσει | να έχουμε βροντοφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βροντοφωνήσει | είχατε βροντοφωνήσει | θα έχετε βροντοφωνήσει | να έχετε βροντοφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βροντοφωνήσει | είχαν βροντοφωνήσει | θα έχουν βροντοφωνήσει | να έχουν βροντοφωνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βροντοφωνώ
|