Ετυμολογία

επεξεργασία
βροντοφωνάζω < βροντοφων(ώ) + -άζω κατά το φωνάζω < βροντόφωνος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε βροντο- + φωνάζω
ΔΦΑ : /vɾon.do.foˈna.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βροντοφωνάζω

βροντοφωνάζω, αόρ.: βροντοφώναξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φωνάζω, μιλάω δυνατά με βροντερή φωνή
  2. (μεταφορικά) διακηρύσσω με έντονο τρόπο (όπως για να διεκδικήσω κάτι που θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμά μου)
     συνώνυμα: διατρανώνω τη γνώμη μου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία