Ετυμολογία

επεξεργασία
διατρανώνω < (ελληνιστική κοινήδιατρανόω / διατρανῶ < διά + τρανόω / τρανῶ < τρανός < αρχαία ελληνική τρανής

διατρανώνω (παθητική φωνή: διατρανώνομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία