Δείτε επίσης: Τρανός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρανός η τρανή το τρανό
      γενική του τρανού της τρανής του τρανού
    αιτιατική τον τρανό την τρανή το τρανό
     κλητική τρανέ τρανή τρανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρανοί οι τρανές τα τρανά
      γενική των τρανών των τρανών των τρανών
    αιτιατική τους τρανούς τις τρανές τα τρανά
     κλητική τρανοί τρανές τρανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρανός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τρανός < αρχαία ελληνική τρανής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐νός

  Επίθετο επεξεργασία

τρανός, -ή, -ό

  • μεγάλος, ισχυρός, δυνατός, φημισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τρανός τρανή τὸ τρανόν
      γενική τοῦ τρανοῦ τῆς τρανῆς τοῦ τρανοῦ
      δοτική τῷ τραν τῇ τραν τῷ τραν
    αιτιατική τὸν τρανόν τὴν τρανήν τὸ τρανόν
     κλητική ! τρανέ τρανή τρανόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τρανοί αἱ τραναί τὰ τρανᾰ́
      γενική τῶν τρανῶν τῶν τρανῶν τῶν τρανῶν
      δοτική τοῖς τρανοῖς ταῖς τραναῖς τοῖς τρανοῖς
    αιτιατική τοὺς τρανούς τὰς τρανᾱ́ς τὰ τρανᾰ́
     κλητική ! τρανοί τραναί τρανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τρανώ τὼ τρανᾱ́ τὼ τρανώ
      γεν-δοτ τοῖν τρανοῖν τοῖν τραναῖν τοῖν τρανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

τρανός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία