περίτρανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περίτρανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίτρανος < περί- + τρανός (αρχαία ελληνική τρανής)
Επίθετο
επεξεργασία
περίτρανος
- (επιτατικό επίθετο) που είναι πάρα πολύ φανερός ώστε να μην αμφισβητείται