Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρανεύω < τραν(ός) + -εύω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾaˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐νεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

τρανεύω, πρτ.: τράνευα, αόρ.: τράνεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 τρανεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)