↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαρυγγόφωνος η λαρυγγόφωνη το λαρυγγόφωνο
      γενική του λαρυγγόφωνου της λαρυγγόφωνης του λαρυγγόφωνου
    αιτιατική τον λαρυγγόφωνο τη λαρυγγόφωνη το λαρυγγόφωνο
     κλητική λαρυγγόφωνε λαρυγγόφωνη λαρυγγόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαρυγγόφωνοι οι λαρυγγόφωνες τα λαρυγγόφωνα
      γενική των λαρυγγόφωνων των λαρυγγόφωνων των λαρυγγόφωνων
    αιτιατική τους λαρυγγόφωνους τις λαρυγγόφωνες τα λαρυγγόφωνα
     κλητική λαρυγγόφωνοι λαρυγγόφωνες λαρυγγόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαρυγγόφωνος < (ελληνιστική κοινή) < λάρυγξ + φωνή

  Επίθετο

επεξεργασία

λαρυγγόφωνος, -η, -ο

  1. (για φθόγγο ή κραυγή) που εκφωνείται με τον λάρυγγα
  2. που η φωνή του βγαίνει από τον λάρυγγα
    λαρυγγόφωνος τραγουδιστής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία