ἀργοπορία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀργοπορία (λέξη του 12 αιώνα) < ἀργοπορ(ῶ) + -ία. Αναλύεται σε ἀργο- + -πορία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀργοπορία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἀργοπορία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].