Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀργοπορία (λέξη του 12 αιώνα) < ἀργοπορ(ῶ) + -ία. Αναλύεται σε ἀργο- + -πορία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀργοπορία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία