Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cheminement cheminements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cheminement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη chemin