μπατόν σαλέ σε αλουμινόχαρτο

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπατόν σαλέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική bâton salé ή στον πληθυντικό bâtons salés < bâton & salé, κυριολεκτικά: μπατόν, μπαστούνι αλατισμένο

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

μπατόν σαλέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία