μπατόν σαλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπατόν σαλέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική bâton salé ή στον πληθυντικό bâtons salés < bâton & salé, κυριολεκτικά: μπατόν, μπαστούνι αλατισμένο
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμπατόν σαλέ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) αλατισμένο μπαστουνάκι από ζύμη, συχνά με γεύση τυριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπατόν σαλέ