μπαγκετομηχανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαγκετομηχανή < μπαγκέτ(α) + -ο- + -μηχανή
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαγκετομηχανή θηλυκό
- μηχανή αρτοποιίας που παρασκευάζει μπαγκέτες ή φραντζόλες σε διάφορα μεγέθη
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαγκετομηχανή
|