αμέταλλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμέταλλο | τα | αμέταλλα |
γενική | του | αμέταλλου & αμετάλλου |
των | αμέταλλων & αμετάλλων |
αιτιατική | το | αμέταλλο | τα | αμέταλλα |
κλητική | αμέταλλο | αμέταλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααμέταλλο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: αμέταλλα)
- (χημεία) χημικό στοιχείο, όπως το υδρογόνο, το οξυγόνο το χλώριο κ.ά., με ιδιότητες διαφορετικές από τα μέταλλα, όπως για παράδειγμα ότι είναι κακοί αγωγοί της θερμότητας και του ηλεκτρισμού
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αμέταλλα στη Βικιπαίδεια