Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɑ.jɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bâillon bâillons

bâillon (fr) αρσενικό