φιμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιμώνω < αρχαία ελληνική φιμόω / φιμῶ
Ρήμα
επεξεργασίαφιμώνω (παθητική φωνή: φιμώνομαι)
- κλείνω το στόμα ζώου με φίμωτρο, ώστε να μη μπορεί να δαγκώσει
- Όταν επιβιβαζόμαστε με το σκύλο μας σε λεωφορείο, πρέπει κανονικά να τον φιμώνουμε.
- κλείνω το στόμα ανθρώπου με ταινία, με το χέρι ή με άλλο μέσο για να μην μπορεί να διαμαρτυρηθεί
- Οι ληστές φίμωσαν το γεροντάκι για να μη φωνάζει.
- (μεταφορικά) επιβάλλω σε άνθρωπο τη σιωπή ή ελέγχω όσα λέει, τον λογοκρίνω
- Δεν θα με φιμώσετε με τις απειλές σας.
- Και η πιο ήπια λογοκρισία συνιστά προηγούμενο που μελλοντικά θα διευκολύνει την οποιαδήποτε εξουσία να φιμώνει τον Τύπο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιμώνω | φίμωνα | θα φιμώνω | να φιμώνω | φιμώνοντας | |
β' ενικ. | φιμώνεις | φίμωνες | θα φιμώνεις | να φιμώνεις | φίμωνε | |
γ' ενικ. | φιμώνει | φίμωνε | θα φιμώνει | να φιμώνει | ||
α' πληθ. | φιμώνουμε | φιμώναμε | θα φιμώνουμε | να φιμώνουμε | ||
β' πληθ. | φιμώνετε | φιμώνατε | θα φιμώνετε | να φιμώνετε | φιμώνετε | |
γ' πληθ. | φιμώνουν(ε) | φίμωναν φιμώναν(ε) |
θα φιμώνουν(ε) | να φιμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φίμωσα | θα φιμώσω | να φιμώσω | φιμώσει | ||
β' ενικ. | φίμωσες | θα φιμώσεις | να φιμώσεις | φίμωσε | ||
γ' ενικ. | φίμωσε | θα φιμώσει | να φιμώσει | |||
α' πληθ. | φιμώσαμε | θα φιμώσουμε | να φιμώσουμε | |||
β' πληθ. | φιμώσατε | θα φιμώσετε | να φιμώσετε | φιμώστε | ||
γ' πληθ. | φίμωσαν φιμώσαν(ε) |
θα φιμώσουν(ε) | να φιμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φιμώσει | είχα φιμώσει | θα έχω φιμώσει | να έχω φιμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φιμώσει | είχες φιμώσει | θα έχεις φιμώσει | να έχεις φιμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φιμώσει | είχε φιμώσει | θα έχει φιμώσει | να έχει φιμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φιμώσει | είχαμε φιμώσει | θα έχουμε φιμώσει | να έχουμε φιμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φιμώσει | είχατε φιμώσει | θα έχετε φιμώσει | να έχετε φιμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φιμώσει | είχαν φιμώσει | θα έχουν φιμώσει | να έχουν φιμώσει |
|