φίμωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φίμωση | οι | φιμώσεις |
γενική | της | φίμωσης* | των | φιμώσεων |
αιτιατική | τη | φίμωση | τις | φιμώσεις |
κλητική | φίμωση | φιμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φιμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φίμωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φίμω(σις) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφίμωση θηλυκό
- η ενέργεια του φιμώνω
- η στέρηση της δυνατότητας σε κάποιον να μιλήσει
- (ιατρική) η αδυναμία αποκάλυψης της βαλάνου με έλξη της ακροποσθίας
Εκφράσεις
επεξεργασία- η φίμωση του τύπου (λογοκρισία) που επιχειρείται στα έντυπα μέσα από ολοκληρωτικά ή δικτατορικά καθεστώτα και όχι μόνο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φιμώνω