φιμώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φιμώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιμώνω
- θα φιμώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιμώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φιμώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φίμωση