Ετυμολογία

επεξεργασία
φιμώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος φιμώνω

φιμώνομαι

  1. με φιμώνουν, μου κλείνουν το στόμα στη διάρκεια ληστείας ή άλλης εγκληματικής ενέργειας
    Κρατούσαν τη γυναίκα φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια της ληστείας
  2. κάποιος μου αφαιρεί το λόγο ή ελέγχει όσα προτίθεμαι να πω, με λογοκρίνει
    Η αλήθεια δεν φιμώνεται'

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία