αφίμωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφίμωτος | η | αφίμωτη | το | αφίμωτο |
γενική | του | αφίμωτου | της | αφίμωτης | του | αφίμωτου |
αιτιατική | τον | αφίμωτο | την | αφίμωτη | το | αφίμωτο |
κλητική | αφίμωτε | αφίμωτη | αφίμωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφίμωτοι | οι | αφίμωτες | τα | αφίμωτα |
γενική | των | αφίμωτων | των | αφίμωτων | των | αφίμωτων |
αιτιατική | τους | αφίμωτους | τις | αφίμωτες | τα | αφίμωτα |
κλητική | αφίμωτοι | αφίμωτες | αφίμωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈfi.mo.tos/
Επίθετο
επεξεργασίααφίμωτος, -η, -ο
- που δεν έχει φιμωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φιμώνω