picket
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˈpɪkɪt/
Ετυμολογία en επεξεργασία
ύστερος 17ος αιώνας: picket (υποδηλώνοντας μυτερό πάσσαλο, στον οποίο στεκόταν στο ένα πόδι στρατιώτης υπό τιμωρία) < γαλλικά: piquet «αιχμηρός-μυτερός πάσσαλος» < piquer «τρυπώ» < pic «ακόντιο, δόρυ»
Ουσιαστικό επεξεργασία
picket (en)
- διαδήλωση που μπλοκάρει πέρασμα
- picket line: η γραμμή που σχηματίζουν διαδηλωτές που μπλοκάρουν την κίνηση
- διαδηλωτής, διαδηλώτρια
- περιφραστικά: protestor who blocks entry to sth
- πάσσαλος, παλούκι
- περιφραστικά: wooden post