ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πασσαλεῖον τὰ πασσαλεῖ
      γενική τοῦ πασσαλείου τῶν πασσαλείων
      δοτική τῷ πασσαλεί τοῖς πασσαλείοις
    αιτιατική τὸ πασσαλεῖον τὰ πασσαλεῖ
     κλητική ! πασσαλεῖον πασσαλεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πασσαλείω
γεν-δοτ τοῖν  πασσαλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πασσαλεῖον (ελληνιστική κοινή) < πάσσαλ(ος) + -εῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πασσαλεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. υποκοριστικό του πάσσαλος
  2. (μεταφορικά) κίνητρο

Άλλες μορφές

επεξεργασία