Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
παττᾰλ-
ονομαστική πάτταλος οἱ πάτταλοι
      γενική τοῦ παττάλου τῶν παττάλων
      δοτική τῷ παττάλ τοῖς παττάλοις
    αιτιατική τὸν πάτταλον τοὺς παττάλους
     κλητική ! πάτταλε πάτταλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παττάλω
γεν-δοτ τοῖν  παττάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάτταλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάτταλος αρσενικό

  • αττικός τύπος του πάσσαλος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 1020 (1015-1020)
    ἢν ἀνὴρ νέος | νέας ἐπιθυμῇ, μὴ σποδεῖν αὐτὴν πρὶν ἂν | τὴν γραῦν προκρούσῃ πρῶτον. ἢν δὲ μὴ ᾽θέλῃ | πρότερον προκρούειν, ἀλλ᾽ ἐπιθυμῇ τῆς νέας, | ταῖς πρεσβυτέραις γυναιξὶν ἔστω τὸν νέον | ἕλκειν ἀνατεὶ λαβομένας τοῦ παττάλου.
    Όποιος νέος βουληθεί να ζευγαρώσει | με νια κοπέλα, δεν μπορεί. Πρωτύτερα | γερασμένη θα πάρει να δροσίσει· | κι αν αρνιέται, θα του βουτούν την τρόμπα του να τον τραβάνε σπίτι τους οι γράδες.»
    Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 376 (375-377)
    [ΟΙ. Α’] καὶ νὴ Δί᾽ ἐμβαλόντες αὐ-|τῷ πάτταλον μαγειρικῶς | εἰς τὸ στόμ᾽,
    [ΠΡ. Δ.] Κι ακόμα, μά τον Δία, να του χώσουμε | μια σφήνα στο στόμα, καταπώς κάνουν οι μάγειροι,
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

  Πηγές επεξεργασία