Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηδὲ πάσσαλον καταλείπω (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις μηδέ, πάσσαλον, πάσσαλος και καταλείπω

  Έκφραση επεξεργασία

μηδὲ πάσσαλον καταλείπω (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία