μηδέ πάσσαλον καταλείπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηδὲ πάσσαλον καταλείπω (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις μηδέ, πάσσαλον, πάσσαλος και καταλείπω
Έκφραση
επεξεργασίαμηδὲ πάσσαλον καταλείπω (ελληνιστική κοινή)
- (μεταφορικά) ερημώνω και διαρπάζω τα πάντα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 16, 9 Δίκη Συμφώνων (τοῦ Σίγμα πρὸς τὸ Ταῦ ὑπὸ τοῖς ἑπτὰ φωνήεσιν) @wikisource @scaife.perseus
- Θεσσαλίας με ἐξέβαλεν ὅλης Θετταλίαν ἀξιοῦν λέγειν, καὶ πᾶσαν ἀποκέκλεικέ μοι τὴν θάλασσαν οὐδὲ τῶν ἐν κήποις φεισάμενον σευτλίων, ὡς τὸ δὴ λεγόμενον μηδὲ πάσσαλόν μοι καταλιπεῖν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 16, 9 Δίκη Συμφώνων (τοῦ Σίγμα πρὸς τὸ Ταῦ ὑπὸ τοῖς ἑπτὰ φωνήεσιν) @wikisource @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- πάσσαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.